ἐρωτίς: Difference between revisions
From LSJ
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />amante, maîtresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br />amante, maîtresse.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρως]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρωτίς]], ἡ (Α) [[έρως]]<br /><b>1.</b> η αγαπημένη, η ερωμένη<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» — νησιά του έρωτα). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A loved one, darling, Theoc.4.59. II as Adj., ἐρωτίδες νῆσοι islands of love, AP7.628 (Crin.).
German (Pape)
[Seite 1041] ίδος, ἡ, die Geliebte, das Liebchen, oder Liebesgöttinn, Theocr. 4, 59; – αἱ ἐρωτίδες νῆσοι, Liebesinseln, Crinag. 46 (VII, 628).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτίς: -ίδος, ἡ, ἠγαπημένη, ἐρωμένη, Θεόκρ. 4. 59.
ΙΙ. ὡς ἐπίθ., Ἐρωτίδες νῆσοι, νῆσοι τοῦ ἔρωτος, Ἀνθ. Π. 7. 628.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
amante, maîtresse.
Étymologie: ἔρως.
Greek Monolingual
ἐρωτίς, ἡ (Α) έρως
1. η αγαπημένη, η ερωμένη
2. ως επίθ. αυτή που ανήκει στον έρωτα («ἐρωτίδες νῆσοι» — νησιά του έρωτα).