ἑσπερινός: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />du soir.<br />'''Étymologie:''' [[ἕσπερος]]. | |btext=ή, όν :<br />du soir.<br />'''Étymologie:''' [[ἕσπερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό και σπερινός και [[σπερνός]] και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ [[ἑσπερινός]], -ή, -όν) [[εσπέρα]]<br /><b>1.</b> ο [[βραδινός]], ο [[εσπέριος]]<br /><b>2.</b> <b>εκκλ.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[εσπερινός]] (ενν. <i>ύμνος</i>)<br />η εκκλησιαστική [[ακολουθία]] [[γύρω]] στη [[δύση]] του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια [[προσευχή]] της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και [[απολυτίκιο]] της εορτής της επόμενης ημέρας<br /><b>μσν.</b><br />(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) <i>τὸ ἑσπερινόν</i><br />το [[βράδυ]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1043] = Folgdm, Xen. Lac. 12, 6; δόρπον Ath. I, 11 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑσπερινός: -ή, -όν, = τῷ ἑπομ. Ξεν. Λακ. 12. 6. - ἡ ἑσπερινὴ θυσία Ἑβδ. (Λευ. ΚΓ΄, 5, κλ.)· ἑσπερινὴ εὐχὴ Βασίλ. ΙΧ. 497C· σύναξις Θεόφιλ. Ἀλ. 33Β. 2) ὡς οὐσ., ὁ ἑσπερινὸς (ἐξυπ. ὕμνος) Γρηγέντ. 616Β. - Ἐν τῇ Λειτουργικῇ μέγας ἑσπερινός, καθ’ ὃν τελεῖται καὶ εἴσοδος καὶ μικρὸς ἑσπερινὸς ὁ συνήθης.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
du soir.
Étymologie: ἕσπερος.
Greek Monolingual
-ή, -ό και σπερινός και σπερνός και εσπερνός, -ή, -ό (ΑΜ ἑσπερινός, -ή, -όν) εσπέρα
1. ο βραδινός, ο εσπέριος
2. εκκλ. το αρσ. ως ουσ. ο εσπερινός (ενν. ύμνος)
η εκκλησιαστική ακολουθία γύρω στη δύση του ηλίου, η οποία υπάγεται στην ημερονύκτια προσευχή της επόμενης ημέρας και γι' αυτό ψάλλονται τροπάρια και απολυτίκιο της εορτής της επόμενης ημέρας
μσν.
(το αρσ. ή το ουδ. ως ουσ.) τὸ ἑσπερινόν
το βράδυ.