εὐγράμματος: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(6_18) |
(14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐγράμματος''': -ον, συγκείμενος ἐκ καλῶν γραμμάτων, [[εὔφημος]], Σουΐδ. ἐν λέξει. | |lstext='''εὐγράμματος''': -ον, συγκείμενος ἐκ καλῶν γραμμάτων, [[εὔφημος]], Σουΐδ. ἐν λέξει. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐγράμματος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />[[γραμματισμένος]], μορφωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />[[καλλιγράφος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>γραμματος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γράμμα]], -<i>ατος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εγ</i>-<i>γράμματος</i>, <i>μονο</i>-<i>γράμματος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A a good writer, Heph.Astr.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
εὐγράμματος: -ον, συγκείμενος ἐκ καλῶν γραμμάτων, εὔφημος, Σουΐδ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
εὐγράμματος, -ον (ΑΜ)
μσν.
γραμματισμένος, μορφωμένος
αρχ.
καλλιγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. εγ-γράμματος, μονο-γράμματος].