εὐδιάκριτος: Difference between revisions

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source
(6_17)
(14)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐδιάκρῐτος''': -ον, ὁ εὐκόλως διακρινόμενος, Γαλην. τ. 2. σ. 200. 2) εὐεξήγητος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 23. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως διακρίνων, Εὐστ. Πονημάτ. 140. 3, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. Πονημάτ. 8. 91, κλ.
|lstext='''εὐδιάκρῐτος''': -ον, ὁ εὐκόλως διακρινόμενος, Γαλην. τ. 2. σ. 200. 2) εὐεξήγητος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 23. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως διακρίνων, Εὐστ. Πονημάτ. 140. 3, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. Πονημάτ. 8. 91, κλ.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐδιάκριτος]], -ον)<br />αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο [[φανερός]]<br /><b>μσν.</b><br />[[διακριτικός]], [[ευγενικός]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο [[ευεξήγητος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευδιακρίτως</i> και <i>ευδιάκριτα</i> (Μ εὐδιακρίτως)<br />με τρόπο ώστε να διακρίνεται [[κάτι]] εύκολα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[διάκριτος]] (<span style="color: red;"><</span> [[διακρίνω]])].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάκρῐτος Medium diacritics: εὐδιάκριτος Low diacritics: ευδιάκριτος Capitals: ΕΥΔΙΑΚΡΙΤΟΣ
Transliteration A: eudiákritos Transliteration B: eudiakritos Transliteration C: evdiakritos Beta Code: eu)dia/kritos

English (LSJ)

ον,

   A easy to distinguish, A.D.Adv.164.12, Gal.1.317.    2 easy to explain, clear, σαφῆ καὶ εὐ. Just.Nov.166Pr., cf. Sch.Il.24.23.

German (Pape)

[Seite 1061] leicht zu unterscheiden, Schol. Il. 24, 23; Galen. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάκρῐτος: -ον, ὁ εὐκόλως διακρινόμενος, Γαλην. τ. 2. σ. 200. 2) εὐεξήγητος, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ω. 23. ΙΙ. ἐνεργ., εὐκόλως διακρίνων, Εὐστ. Πονημάτ. 140. 3, κ. ἀλλ. - Ἐπίρρ. -τως, Εὐστ. Πονημάτ. 8. 91, κλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐδιάκριτος, -ον)
αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο φανερός
μσν.
διακριτικός, ευγενικός
μσν.-αρχ.
αυτός που εξηγείται, που διασαφηνίζεται εύκολα, ο ευεξήγητος.
επίρρ...
ευδιακρίτως και ευδιάκριτα (Μ εὐδιακρίτως)
με τρόπο ώστε να διακρίνεται κάτι εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάκριτος (< διακρίνω)].