εὐκατάστροφος: Difference between revisions
From LSJ
Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10. | |lstext='''εὐκατάστροφος''': -ον, [[καλῶς]] συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκατάστροφος]], -ον (Α)<br />(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «[[καταστροφή]]», που ολοκληρώνεται με [[σαφήνεια]] και [[ωραίο]] ύφος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>κατα</i>-<i>στροφος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κατα</i>-[[στρέφω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-[[κατά]]-<i>στροφος</i>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A brought to a good conclusion, well-turned, of a period: only in Adv. -φως, ἀπηρτίσθαι Demetr.Eloc.10.
German (Pape)
[Seite 1074] wohl abgerundet, κόμματα Demetr. de elocut. 10.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάστροφος: -ον, καλῶς συντεταγμένος, ἐπί περιόδου Δημήτρ. Φαλ. 10.
Greek Monolingual
εὐκατάστροφος, -ον (Α)
(για περίοδο) αυτός που φθάνει σε επιτυχημένη «καταστροφή», που ολοκληρώνεται με σαφήνεια και ωραίο ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-στροφος (< κατα-στρέφω), πρβλ. α-κατά-στροφος).