εὐκτήδων: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(6_16)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐκτήδων''': -ον, γεν. ονος, ([[κτηδών]]) ἔχων εὐθείας ἶνας· [[ἐντεῦθεν]], εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. [[εὐκέατος]].
|lstext='''εὐκτήδων''': -ον, γεν. ονος, ([[κτηδών]]) ἔχων εὐθείας ἶνας· [[ἐντεῦθεν]], εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. [[εὐκέατος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐκτήδων]], -ον (Α)<br />(για [[ξύλο]])<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες<br /><b>2.</b> αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κτηδών]] «ίνα του ξύλου»].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκτήδων Medium diacritics: εὐκτήδων Low diacritics: ευκτήδων Capitals: ΕΥΚΤΗΔΩΝ
Transliteration A: euktḗdōn Transliteration B: euktēdōn Transliteration C: efktidon Beta Code: eu)kth/dwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A straight-grained, of wood, Thphr.HP5.1.11.

German (Pape)

[Seite 1076] od. εὐκτήδονος, geradfaserig (κτηδών), dah. leicht zu spalten, vom Holze, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκτήδων: -ον, γεν. ονος, (κτηδών) ἔχων εὐθείας ἶνας· ἐντεῦθεν, εὐκόλως σχιζόμενος, ἐπὶ ξύλου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11· πρβλ. εὐκέατος.

Greek Monolingual

εὐκτήδων, -ον (Α)
(για ξύλο)
1. αυτός που έχει ευθείες, ίσιες ίνες
2. αυτός που σχίζεται εύκολα, ο ευκολόσχιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κτηδών «ίνα του ξύλου»].