εὔορμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Autenrieth)
(15)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=affording [[good]] moorage or [[anchorage]], Il. 21.23. (Od.)
|auten=affording [[good]] moorage or [[anchorage]], Il. 21.23. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔορμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν [[εὔορμος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια [[νηῶν]]», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>όρμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔορμος Medium diacritics: εὔορμος Low diacritics: εύορμος Capitals: ΕΥΟΡΜΟΣ
Transliteration A: eúormos Transliteration B: euormos Transliteration C: eyormos Beta Code: eu)/ormos

English (LSJ)

ον,

   A with good mooring-places, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Od.4.358, 9.136, Hes.Sc.207, cf. Il.21.23; γῆ S.Ph.221; εὐορμότατοι λιμένες Ph.2.567.    2 well-moored, εὐόρμων . . πρυμνήσια νηῶν AP10.4 (Marc. Arg.).

German (Pape)

[Seite 1085] mit guten Ankerplätzen, λιμήν, Il. 21, 23; Hes. Sc. 207; Eur. Tr. 125 u. sonst; γῆ, Soph. Phil. 221; αἰγιαλοί, Ep. ad. 129 (VI, 24); – νῆες, gut landend, vor Anker gehend, M. Argent. (X, 4).

Greek (Liddell-Scott)

εὔορμος: -ον, ἔχων καλοὺς ὅρμους πρὸς προσόρμισιν πλοίων, ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος Ὀδ. Δ. 358, πρβλ. Ι. 136, Ἰλ. Φ. 23, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 207, Σοφ. Φιλ. 221, κτλ. 2) καλῶς ἠγκυροβολημένος, «ἀραγμένος», εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν Ἀνθ. Π. 10. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui offre un bon port.
Étymologie: εὖ, ὅρμος.

English (Autenrieth)

affording good moorage or anchorage, Il. 21.23. (Od.)

Greek Monolingual

εὔορμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλούς όρμους για να αγκυροβολούν τα πλοία («ἐν δὲ λιμὴν εὔορμος», Ομ. Οδ.)
2. ο αγκυροβολημένος καλά («εὐόρμων... πρυμνήσια νηῶν», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + όρμος].