εὔπυγος: Difference between revisions

From LSJ

σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)

Source
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔπῡγος''': -ον, (πυγὴ) ἔχων καλήν πυγήν, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένα ὀπίσθια, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 992, [[Πολυδ]]. Β΄, 184: πρ…. [[καλλίπυγος]].
|lstext='''εὔπῡγος''': -ον, (πυγὴ) ἔχων καλήν πυγήν, [[καλῶς]] ἐσχηματισμένα ὀπίσθια, [[Ἑρμῆς]] ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 992, [[Πολυδ]]. Β΄, 184: πρ…. [[καλλίπυγος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔπυγος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους γλουτούς, ο [[καλλίπυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>πυγος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «γλουτοί»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>πυγος</i>, <i>καλλί</i>-<i>πυγος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπῡγος Medium diacritics: εὔπυγος Low diacritics: εύπυγος Capitals: ΕΥΠΥΓΟΣ
Transliteration A: eúpygos Transliteration B: eupygos Transliteration C: eypygos Beta Code: eu)/pugos

English (LSJ)

ον, (πυγή)

   A well-shaped in the hinder parts, Herm. ap. Stob. 1.49.45 (Comp.), Poll.2.184.

German (Pape)

[Seite 1092] mit schönem Hintern, Poll. 2, 184.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπῡγος: -ον, (πυγὴ) ἔχων καλήν πυγήν, καλῶς ἐσχηματισμένα ὀπίσθια, Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 992, Πολυδ. Β΄, 184: πρ…. καλλίπυγος.

Greek Monolingual

εὔπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει ωραίους γλουτούς, ο καλλίπυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πυγος (< πυγή «γλουτοί»), πρβλ. ά-πυγος, καλλί-πυγος].