εὔπταιστος: Difference between revisions
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔπταιστος''': -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, [[ἀσταθής]], [[σφαλερός]], Ἰππ. 26. 19. | |lstext='''εὔπταιστος''': -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, [[ἀσταθής]], [[σφαλερός]], Ἰππ. 26. 19. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὔπταιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που σφάλλει εύκολα<br /><b>2.</b> (για [[λόγια]] σε [[σχέση]] με τις πράξεις) [[αναξιόπιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πταιστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πταίω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easily stumbling: metaph., unreliable, of words as compared with facts, Hp.Praec.2.
German (Pape)
[Seite 1091] leicht Anstoß gebend, gefährlich, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπταιστος: -ον, εὐκόλως πταίων, σφαλλόμενος, ἀσταθής, σφαλερός, Ἰππ. 26. 19.
Greek Monolingual
εὔπταιστος, -ον (Α)
1. αυτός που σφάλλει εύκολα
2. (για λόγια σε σχέση με τις πράξεις) αναξιόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πταιστός (< πταίω)].