εὐχυλία: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_11) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐχῡλία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὔχυλος]], τῶν μυῶν οἱ μὲν Ἐφέσιοι… τῇ [[εὐχυλία]] τῶν... κτενῶν βελτίονες Ἀθήν. 87C, 306 E. | |lstext='''εὐχῡλία''': ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ [[εὔχυλος]], τῶν μυῶν οἱ μὲν Ἐφέσιοι… τῇ [[εὐχυλία]] τῶν... κτενῶν βελτίονες Ἀθήν. 87C, 306 E. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐχυλία]], ἡ (Α) [[εύχυλος]]<br />η [[ιδιότητα]] του εύχυλου, καλή [[γεύση]], [[νοστιμιά]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A goodness of flavour, Hices. ap. Ath.3.87c, Xenocr. ap. Orib.2.58.57; wholesomeness of juice, Sor.1.53.
German (Pape)
[Seite 1110] ἡ, die Güte der Säfte, der gute Geschmack saftreicher Dinge, Ath. III, 87 c VII, 306 e.
Greek (Liddell-Scott)
εὐχῡλία: ἡ, τὸ οὐσ. τοῦ εὔχυλος, τῶν μυῶν οἱ μὲν Ἐφέσιοι… τῇ εὐχυλία τῶν... κτενῶν βελτίονες Ἀθήν. 87C, 306 E.
Greek Monolingual
εὐχυλία, ἡ (Α) εύχυλος
η ιδιότητα του εύχυλου, καλή γεύση, νοστιμιά.