ευωρία: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(15)
(No difference)

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]
1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».———————— (II)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]
η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.