εὐτελισμός: Difference between revisions
From LSJ
παρελθέτω ἀπ' ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο → spare me this | let this cup pass from me
(6_14) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐτελισμός''': ὁ, [[ἐξευτελισμός]], [[ταπείνωσις]], Λογγῖνος 11. 2, ἐν τῷ πληθ. | |lstext='''εὐτελισμός''': ὁ, [[ἐξευτελισμός]], [[ταπείνωσις]], Λογγῖνος 11. 2, ἐν τῷ πληθ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐτελισμός]], ὁ (ΑΜ) [[ευτελίζω]]<br />[[εξευτελισμός]], [[εξευτέλιση]], [[ταπείνωση]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A disparagement, Longin.11.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐτελισμός: ὁ, ἐξευτελισμός, ταπείνωσις, Λογγῖνος 11. 2, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐτελισμός, ὁ (ΑΜ) ευτελίζω
εξευτελισμός, εξευτέλιση, ταπείνωση.