εωσφορίτης: Difference between revisions

From LSJ

γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
(ορυκτ.) ένυδρο φωσφορικό ορυκτό του αργιλίου, του μαγγανίου και του σιδήρου που κρυσταλλώνεται στο ορθορομβικό σύστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. eosphorite < eosphor- (πρβλ. ἑωσφόρος) + -ite (πρβλ. κατάλ. -ίτης)].