ἐχομένως: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχομένως''': Ἐπίρρ. τοῦ ἔχομαι, = [[ἐφεξῆς]]. Ἀπολλόδ. 3. 1, 1. Ἀπολλων. περὶ Ἀντωνυμ. 128Β· [[ἐχομένως]] τινός, κατόπιν μετά τινα, Διογ. Λ. 4. 23. | |lstext='''ἐχομένως''': Ἐπίρρ. τοῦ ἔχομαι, = [[ἐφεξῆς]]. Ἀπολλόδ. 3. 1, 1. Ἀπολλων. περὶ Ἀντωνυμ. 128Β· [[ἐχομένως]] τινός, κατόπιν μετά τινα, Διογ. Λ. 4. 23. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐχομένως]] και ἐχόμενα (ΑΜ)<br />(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)<br />(με γεν.) [[αμέσως]], [[έπειτα]], [[κατόπιν]], εν συνεχεία, σε άμεση [[επαφή]], σε [[προέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με γεν.)<br /><b>1.</b> [[πλησίον]], [[κοντά]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> [[μαζί]] με κάποιον, στο [[σπίτι]] κάποιου. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:15, 29 September 2017
English (LSJ)
Adv. pres. part. of ἔχομαι,
A = ἐφεξῆς, prob. in Epicur. Ep.2p.40U., cf. Apollod.3.1.1, Ph.1.84, A.D.Pron.101.6, Bito 57.1, Petos. ap. Vett.Val.332.32, etc.; ἐ. τινός next after him, D.L.4.23.
German (Pape)
[Seite 1126] adv. zu ἐχόμενος, unmittelbar darauf; λέγειν Apolld. 3, 1, 1; a. Sp.; τινός, gleich nach Einem, D. L. 4, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχομένως: Ἐπίρρ. τοῦ ἔχομαι, = ἐφεξῆς. Ἀπολλόδ. 3. 1, 1. Ἀπολλων. περὶ Ἀντωνυμ. 128Β· ἐχομένως τινός, κατόπιν μετά τινα, Διογ. Λ. 4. 23.
Greek Monolingual
ἐχομένως και ἐχόμενα (ΑΜ)
(επίρρ. από τη μτχ. ενεστ. του έχομαι)
(με γεν.) αμέσως, έπειτα, κατόπιν, εν συνεχεία, σε άμεση επαφή, σε προέκταση
αρχ.
(με γεν.)
1. πλησίον, κοντά σε κάτι
2. μαζί με κάποιον, στο σπίτι κάποιου.