ζωθήκη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
(6_10)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωθήκη''': ἡ, μικρὸς [[θάλαμος]] πρὸς ἀνάπαυσιν ἐν καιρῷ ἡμέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ dormitorium, [[ὅπερ]] = [[κοιτών]], Plin. Ep. 2. 17˙ zothecula, [[αὐτόθι]] 5. 6. ΙΙ. ἐν τῷ Λατ. τύπῳ zotheca, [[κόγχη]] (ἐν τῷ τοίχῳ), Ἐπιγρ. Λατ. Orell. 1368, 2006.
|lstext='''ζωθήκη''': ἡ, μικρὸς [[θάλαμος]] πρὸς ἀνάπαυσιν ἐν καιρῷ ἡμέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ dormitorium, [[ὅπερ]] = [[κοιτών]], Plin. Ep. 2. 17˙ zothecula, [[αὐτόθι]] 5. 6. ΙΙ. ἐν τῷ Λατ. τύπῳ zotheca, [[κόγχη]] (ἐν τῷ τοίχῳ), Ἐπιγρ. Λατ. Orell. 1368, 2006.
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωθήκη]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[δωμάτιο]] προορισμένο για τη [[διαμονή]] και [[ανάπαυση]] τών ανθρώπων [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας, αντίθ. [[κοιτών]]<br /><b>2.</b> [[κόγχη]] στον τοίχο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωθήκη Medium diacritics: ζωθήκη Low diacritics: ζωθήκη Capitals: ΖΩΘΗΚΗ
Transliteration A: zōthḗkē Transliteration B: zōthēkē Transliteration C: zothiki Beta Code: zwqh/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A small room wherein to rest by day, opp. dormitorium (the bedroom), Plin.Ep.2.17.21; zothecula, ib.5.6.38.    II niche in a wall, prob. in Apollod.Poliorc.145.1 (pl.); used as a chapel, Supp.Epigr.2.849 (Alexandria); Lat.zotheca, Dessau ILS5449, al.

German (Pape)

[Seite 1142] ἡ, bei Plin. Ep. 2, 17, im Ggstz von dormitorium, das Gemach, worin man bei Tage ruht, zothecula, 5, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ζωθήκη: ἡ, μικρὸς θάλαμος πρὸς ἀνάπαυσιν ἐν καιρῷ ἡμέρας, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ dormitorium, ὅπερ = κοιτών, Plin. Ep. 2. 17˙ zothecula, αὐτόθι 5. 6. ΙΙ. ἐν τῷ Λατ. τύπῳ zotheca, κόγχη (ἐν τῷ τοίχῳ), Ἐπιγρ. Λατ. Orell. 1368, 2006.

Greek Monolingual

ζωθήκη, ἡ (Α)
1. δωμάτιο προορισμένο για τη διαμονή και ανάπαυση τών ανθρώπων κατά τη διάρκεια της ημέρας, αντίθ. κοιτών
2. κόγχη στον τοίχο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + θήκη.