ζωνοειδής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(6_7)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ζώνην, ἶρις, Ἀπολλών. Λεξ., Εὐστ. 1068. 24.
|lstext='''ζωνοειδής''': -ές, [[ὅμοιος]] πρὸς ζώνην, ἶρις, Ἀπολλών. Λεξ., Εὐστ. 1068. 24.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[ζωνοειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[ζώνη]], που έχει [[σχήμα]] ζώνης. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ζωνοειδῶς</i> (AM)<br />[[κατά]] ζώνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωνοειδής Medium diacritics: ζωνοειδής Low diacritics: ζωνοειδής Capitals: ΖΩΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: zōnoeidḗs Transliteration B: zōnoeidēs Transliteration C: zonoeidis Beta Code: zwnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like a belt or girdle, Apollon.Lex. s.v. ἴρεσσιν ἐοικότες, Eust. 1068.24. Adv. -δῶς in belts, Olymp.in Mete.191.21.

German (Pape)

[Seite 1143] ές, gürtelähnlich, Apoll. L. H. Ἴρεσσιν ἐοικότες.

Greek (Liddell-Scott)

ζωνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς ζώνην, ἶρις, Ἀπολλών. Λεξ., Εὐστ. 1068. 24.

Greek Monolingual

-ές (AM ζωνοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με ζώνη, που έχει σχήμα ζώνης.
επίρρ...
ζωνοειδῶς (AM)
κατά ζώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζώνη + -ειδής (< είδος)].