ζωοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(16) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζωοτόκος''': -ον, ὁ γεννῶν τὰ τέκνα του ζῶντα, ἀντίθ. [[ᾠοτόκος]], Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ. Θεόκρ. 25. 125, κτλ. | |lstext='''ζωοτόκος''': -ον, ὁ γεννῶν τὰ τέκνα του ζῶντα, ἀντίθ. [[ᾠοτόκος]], Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ. Θεόκρ. 25. 125, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ο (Α [[ζωοτόκος]], -ον)<br />αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζωοδότης]], [[ζωοπάροχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Με την [[κοινή]] σημ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ), ενώ με την αρχ. <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρενο</i>-[[τόκος]], <i>πρωτο</i>-[[τόκος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
ζωοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν τὰ τέκνα του ζῶντα, ἀντίθ. ᾠοτόκος, Ἀριστ. Ι. Ζ. 1. 5, 1, κ. ἀλλ. Θεόκρ. 25. 125, κτλ.
Greek Monolingual
-ο (Α ζωοτόκος, -ον)
αυτός που γεννά ζωντανά, άρτια ζώα («τὰ μὲν ζωοτόκα, τὰ δὲ ᾠοτόκα», Αριστοτ.)
αρχ.
ζωοδότης, ζωοπάροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με την κοινή σημ. < ζω(ο)- (ΙΙ), ενώ με την αρχ. < ζω(ο)- (Ι) + -τοκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο-τόκος, πρωτο-τόκος.