ήιος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἤϊος, ὁ (Α)
(ως επίθ. του Φοίβου Απόλλωνος)
1. (κατά τον Αρίσταρχο) τοξότης, ακοντιστής
2. (κατ' άλλους) αγαθός («ἤϊε Φοῑβε», Ύμν. εις Απόλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < επιφων. ή (πρβλ. ιήιος < επιφ. ιή). Η αναγωγή του στο ίημι από τους αρχαίους είναι μάλλον λαϊκή παρετυμολογική σύνδεση. Εξίσου απίθανη και η σύνδεση με το ηϊ- του ηϊ-κανός και με το ηώς, αν και η προκύπτουσα σημασία «πρωινέ» ταιριάζει με το προσδιοριζόμενο όνομα Φοίβε].