ἡλόπληκτος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλίας δοκιμαστήριον ὁ χωρισμὸς φίλων → Probas amicum, ab eo si longe absies → Der Freundschaft Probe ist die Trennung von dem Freund
(6_18) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλόπληκτος''': -ον, πληγωθεὶς διὰ καρφίου, ἱππιατρ. 121. 16. | |lstext='''ἡλόπληκτος''': -ον, πληγωθεὶς διὰ καρφίου, ἱππιατρ. 121. 16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἡλόπληκτος]], -ον (Μ)<br />ο πληγωμένος με [[καρφί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήλος]] «[[καρφί]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>πληκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλήσσω]] / [[πλήττω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έκ</i>-<i>πληκτος</i>, <i>θαλασσό</i>-<i>πληκτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A hurt by a nail, Hippiatr.34.
German (Pape)
[Seite 1163] durch einen Nagel verletzt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλόπληκτος: -ον, πληγωθεὶς διὰ καρφίου, ἱππιατρ. 121. 16.
Greek Monolingual
ἡλόπληκτος, -ον (Μ)
ο πληγωμένος με καρφί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -πληκτος (< πλήσσω / πλήττω), πρβλ. έκ-πληκτος, θαλασσό-πληκτος].