ηπατίτιδα: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
(16)
(No difference)

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (AM ἡπατῑτις)
οξεία ή χρόνια φλεγμονή του ήπατος, διάχυτη ή εστιακή, την οποία συνήθως προκαλεί λοιμώδης αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -τος + -ίτις (πρβλ. ικτερ-ίτις)].