θαλασσογενής: Difference between revisions
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
(6_7) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θᾰλασσογενής''': -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. | |lstext='''θᾰλασσογενής''': -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[θαλασσογενής]], -ές)<br />αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη [[θάλασσα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει σχηματιστεί με την [[επενέργεια]] του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θαλασσο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ενδο</i>-<i>γενής</i>, <i>ομο</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (γενέσθαι)
A sea-born, κήρυκες Archestr.Fr.56.7.
German (Pape)
[Seite 1182] ές, aus dem Meere geboren, Archestr. bei Ath. III, 92 e.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλασσογενής: -ές, (γενέσθαι) ἐκ τῆς θαλάσσης γεννηθείς, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 92Ε.
Greek Monolingual
-ές (Α θαλασσογενής, -ές)
αυτός που γεννήθηκε ή δημιουργήθηκε από τη θάλασσα
νεοελλ.
αυτός που έχει σχηματιστεί με την επενέργεια του θαλασσινού νερού («θαλασσογενείς ακτές»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -γενής (< γένος), πρβλ. ενδο-γενής, ομο-γενής].