θαλαμάρχης: Difference between revisions

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
ο κατά βαθμό ανώτερος ή αρχαιότερος από τους υπαξιωματικούς που μένουν σ' έναν θάλαμο του στρατώνα, υπεύθυνος για την τάξη και την καθαριότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -αρχης (πρβλ. ομαδ-άρχης, τμηματ-άρχης). Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].