θελήμων: Difference between revisions
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
(6_16) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θελήμων''': -ον, γεν. ονος, θέλων, [[θεληματικός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 556. | |lstext='''θελήμων''': -ον, γεν. ονος, θέλων, [[θεληματικός]], Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 556. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θελήμων]], -ον (Α) [[θέλημα]]<br />αυτός που θέλει, ο [[θεληματικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A voluntary, εἰρεσίη A.R.2.557.
German (Pape)
[Seite 1192] ον, freiwillig, Ap. Rh. 2, 557. 4, 1657.
Greek (Liddell-Scott)
θελήμων: -ον, γεν. ονος, θέλων, θεληματικός, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 556.
Greek Monolingual
θελήμων, -ον (Α) θέλημα
αυτός που θέλει, ο θεληματικός.