θεσμοφοριάζω: Difference between revisions
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=célébrer les Thesmophories.<br />'''Étymologie:''' Θεσμοφόρια. | |btext=célébrer les Thesmophories.<br />'''Étymologie:''' Θεσμοφόρια. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θεσμοφοριάζω]] (Α) [[θεσμοφόρια]]<br /><b>1.</b> (για γυναίκες) [[εορτάζω]] τα [[θεσμοφόρια]]<br /><b>2.</b> (πληθ. θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>Θεσμοφοριάζουσαι</i><br />[[τίτλος]] κωμωδίας του Αριστοφάνη. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:17, 29 September 2017
English (LSJ)
A keep the Thesmophoria, X.HG5.2.29, Gloss.Oxy.1802.35; Θεσμοφοριάζουσαι, name of a play by Aristophanes.
German (Pape)
[Seite 1203] die Thesmophorien feiern, Xen. Hell. 5, 2, 29; αἱ θεσμοφοριάζουσαι ein Stück des Aristophanes.
Greek (Liddell-Scott)
θεσμοφοριάζω: τελῶ τὰ θεσμοφόρια, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 29· Θεσμοφοριάζουσαι, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀριστοφ.
French (Bailly abrégé)
célébrer les Thesmophories.
Étymologie: Θεσμοφόρια.
Greek Monolingual
θεσμοφοριάζω (Α) θεσμοφόρια
1. (για γυναίκες) εορτάζω τα θεσμοφόρια
2. (πληθ. θηλ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) Θεσμοφοριάζουσαι
τίτλος κωμωδίας του Αριστοφάνη.