θηρόβορος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(6_18)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηρόβορος''': -ον, ὁ καταβρωθεὶς ἢ κατασπαραχθεὶς ὑπὸ ἀγρίων θηρίων, [[κρέας]] Ψευδο-Φωκυλ. 136 (ἀλλ. θηρίβορον)· θηρ. [[θάνατος]], δι’ ἀγρίων θηρίων γινόμενος, Μανέθων 4. 614.
|lstext='''θηρόβορος''': -ον, ὁ καταβρωθεὶς ἢ κατασπαραχθεὶς ὑπὸ ἀγρίων θηρίων, [[κρέας]] Ψευδο-Φωκυλ. 136 (ἀλλ. θηρίβορον)· θηρ. [[θάνατος]], δι’ ἀγρίων θηρίων γινόμενος, Μανέθων 4. 614.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρόβορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται από θηρία («[[θηρόβορος]] [[θάνατος]]», Μανέ θ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βορά]] <span style="color: red;"><</span> <i>βι</i>-<i>βρώ</i>-<i>σκω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυμο</i>-<i>βόρος</i>, <i>σαρκο</i>-<i>βόρος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρόβορος Medium diacritics: θηρόβορος Low diacritics: θηρόβορος Capitals: ΘΗΡΟΒΟΡΟΣ
Transliteration A: thēróboros Transliteration B: thēroboros Transliteration C: thirovoros Beta Code: qhro/boros

English (LSJ)

ον,

   A eaten or torn by wild beasts, κρέας Ps.Phoc.147; θ. θάνατος death by wild beasts, Man.4.614.

German (Pape)

[Seite 1210] = θηριόβορος; auch θάνατος, Man. 4, 614.

Greek (Liddell-Scott)

θηρόβορος: -ον, ὁ καταβρωθεὶς ἢ κατασπαραχθεὶς ὑπὸ ἀγρίων θηρίων, κρέας Ψευδο-Φωκυλ. 136 (ἀλλ. θηρίβορον)· θηρ. θάνατος, δι’ ἀγρίων θηρίων γινόμενος, Μανέθων 4. 614.

Greek Monolingual

θηρόβορος, -ον (Α)
1. αυτός που κατασπαράχθηκε από άγρια θηρία
2. αυτός που γίνεται από θηρία («θηρόβορος θάνατος», Μανέ θ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο)- + -βορος (< βορά < βι-βρώ-σκω), πρβλ. θυμο-βόρος, σαρκο-βόρος].