θνητοειδής: Difference between revisions

From LSJ

τάλαιναι κόραι Φαέθοντος οἴκτῳ δακρύων τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς → girls, in grief for Phaethon, drop the amber radiance of their tears

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />convenable pour un mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θνητός]], [[εἶδος]].
|btext=ής, ές :<br />convenable pour un mortel.<br />'''Étymologie:''' [[θνητός]], [[εἶδος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θνητοειδής]], -ές (Α)<br />[[θνητός]] [[κατά]] τη [[φύση]] («τὰς χορδὰς θνητοειδεῑς οὔσας», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θνητός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[είδος]])].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θνητοειδής Medium diacritics: θνητοειδής Low diacritics: θνητοειδής Capitals: ΘΝΗΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: thnētoeidḗs Transliteration B: thnētoeidēs Transliteration C: thnitoeidis Beta Code: qnhtoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A of mortal nature, Pl.Phd.86a, Plu.2.1002c, Jul.Or.6.184a, etc.

German (Pape)

[Seite 1213] ές, nach der Art der Sterblichen, sterblich, χορδαί Plat. Phaed. 86 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θνητοειδής: -ές, θνητὸς τὴν φύσιν, Πλάτ. Φαίδωνι 86Α, Πλούτ. 2. 1002C.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
convenable pour un mortel.
Étymologie: θνητός, εἶδος.

Greek Monolingual

θνητοειδής, -ές (Α)
θνητός κατά τη φύση («τὰς χορδὰς θνητοειδεῑς οὔσας», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θνητός + -ειδής (< είδος)].