θηριάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν ἀλογίστως προσδοκοῦντες μὴ θανεῖν → Mortis non memores inconsulto vivimus → Den Tod verdrängend leben wir voll Unvernunft

Menander, Monostichoi, 200
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θηριάζομαι''': μεταβάλλομαι ἢ [[μεταβαίνω]] εἰς [[θηρίον]], ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[Ἑρμῆς]] Τρισμ.
|lstext='''θηριάζομαι''': μεταβάλλομαι ἢ [[μεταβαίνω]] εἰς [[θηρίον]], ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[Ἑρμῆς]] Τρισμ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θηριάζομαι]] (Α) [[θηρίο]]<br />μεταβάλλομαι σε [[θηρίο]], [[γίνομαι]] [[θηρίο]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρῐάζομαι Medium diacritics: θηριάζομαι Low diacritics: θηριάζομαι Capitals: ΘΗΡΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: thēriázomai Transliteration B: thēriazomai Transliteration C: thiriazomai Beta Code: qhria/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A pass into a beast, of the soul, Corp.Herm.10.20.

German (Pape)

[Seite 1209] zum Thier werden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θηριάζομαι: μεταβάλλομαι ἢ μεταβαίνω εἰς θηρίον, ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Ἑρμῆς Τρισμ.

Greek Monolingual

θηριάζομαι (Α) θηρίο
μεταβάλλομαι σε θηρίο, γίνομαι θηρίο.