θούρις: Difference between revisions
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
(Bailly1_3) |
(17) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ιδος (ἡ) :<br />= [[νύμφη]], Μοῦσα.<br />'''Étymologie:''' mot macédonien. | |btext=ιδος (ἡ) :<br />= [[νύμφη]], Μοῦσα.<br />'''Étymologie:''' mot macédonien. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)<br />[[θούρος]]<br />(στον Όμ. [[πάντοτε]] με τα ουσ. [[αλκή]], [[αιγίς]], [[ασπίς]])<br />α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, <b>Ομ. Οδ.</b><br />β) «θοῡρις [[ἀσπίς]]» — η [[ασπίδα]] με την οποία ορμάει [[κανείς]] στη [[μάχη]], <b>Ομ. Ιλ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Θηλ. του [[θούρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
ιδος (ἡ) :
= νύμφη, Μοῦσα.
Étymologie: mot macédonien.
Greek Monolingual
θοῡρις, -ιδος, ἡ (Α)
θούρος
(στον Όμ. πάντοτε με τα ουσ. αλκή, αιγίς, ασπίς)
α) «θούριδος ἀλκῆς» — της πολεμικής ορμής, Ομ. Οδ.
β) «θοῡρις ἀσπίς» — η ασπίδα με την οποία ορμάει κανείς στη μάχη, Ομ. Ιλ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του θούρος].