θῦνος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῦνος''': ὁ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[θύννος]], ὃ ἴδε. ΙΙ. «[[θῦνος]]· [[πόλεμος]], [[ὁρμή]], [[δρόμος]]» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] ἔδει [[εἶναι]] θυνὸς κατὰ τὸν Ἀρκάδ. σ. 63. 25 ([[ἐσφαλμένως]] θῦννος σ. 193. 17), Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 33. 15
|lstext='''θῦνος''': ὁ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[θύννος]], ὃ ἴδε. ΙΙ. «[[θῦνος]]· [[πόλεμος]], [[ὁρμή]], [[δρόμος]]» Ἡσύχ., [[ὅπερ]] ἔδει [[εἶναι]] θυνὸς κατὰ τὸν Ἀρκάδ. σ. 63. 25 ([[ἐσφαλμένως]] θῦννος σ. 193. 17), Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 33. 15
}}
{{grml
|mltxt=θῡνος, ὁ (Α) [[θύνω]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[πόλεμος]], [[ὁρμή]], [[δρόμος]]».
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῦνος Medium diacritics: θῦνος Low diacritics: θύνος Capitals: ΘΥΝΟΣ
Transliteration A: thŷnos Transliteration B: thynos Transliteration C: thynos Beta Code: qu=nos

English (LSJ)

πόλεμος, ὁρμή, δρόμος, Hsch.: θυνός acc. to Hdn.Gr.2.938.

German (Pape)

[Seite 1226] ὁ, v. l. für θύννος. Nach Hesych. auch heftige Bewegung; vgl. Arcad. 193, 17 u. Hdn. π. μ. λ. 33, 15.

Greek (Liddell-Scott)

θῦνος: ὁ, ἐσφαλμ. γραφ. ἀντὶ τοῦ θύννος, ὃ ἴδε. ΙΙ. «θῦνος· πόλεμος, ὁρμή, δρόμος» Ἡσύχ., ὅπερ ἔδει εἶναι θυνὸς κατὰ τὸν Ἀρκάδ. σ. 63. 25 (ἐσφαλμένως θῦννος σ. 193. 17), Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 33. 15

Greek Monolingual

θῡνος, ὁ (Α) θύνω
(κατά τον Ησύχ.) «πόλεμος, ὁρμή, δρόμος».