θυτεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐσθ' ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → but death is the ultimate healer of ills

Source
(Bailly1_3)
(17)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />emplacement pour le sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
|btext=ου (τό) :<br />emplacement pour le sacrifice.<br />'''Étymologie:''' [[θύω]]¹.
}}
{{grml
|mltxt=θυτεῑον, τὸ (Α)<br />ορισμένος [[τόπος]] όπου τελούνται θυσίες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>θυτ</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. <i>θυτός</i> [μαρτυρείται μόνο τ. <i>ά</i>-<i>θυτος</i>]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>είον</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>αστεροσκοπ</i>-<i>είον</i>, <i>ιερ</i>-<i>είον</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῠτεῖον Medium diacritics: θυτεῖον Low diacritics: θυτείον Capitals: ΘΥΤΕΙΟΝ
Transliteration A: thyteîon Transliteration B: thyteion Transliteration C: thyteion Beta Code: qutei=on

English (LSJ)

τό, (θύω A)

   A place for sacrificing, Aeschin.3.122.

German (Pape)

[Seite 1228] τό, der Opferplatz, Phot.

Greek (Liddell-Scott)

θῠτεῖον: τό, τόπος ἔνθα ἐτελοῦντο θυσίαι, Αἰσχίν. 70, ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
emplacement pour le sacrifice.
Étymologie: θύω¹.

Greek Monolingual

θυτεῑον, τὸ (Α)
ορισμένος τόπος όπου τελούνται θυσίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θυτ- (πρβλ. το αμάρτυρο ρηματικό επίθ. θυτός [μαρτυρείται μόνο τ. ά-θυτος]) + κατάλ. -είον (πρβλ. αστεροσκοπ-είον, ιερ-είον)].