ἰδιασμός: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_14)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιασμός''': ὁ, ([[ἰδιάζω]]) [[ἴδιος]] [[τρόπος]], [[ἰδιοτροπία]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 255.
|lstext='''ἰδιασμός''': ὁ, ([[ἰδιάζω]]) [[ἴδιος]] [[τρόπος]], [[ἰδιοτροπία]], Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 255.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰδιασμός]], ὁ (ΑΜ) [[ιδιάζω]]<br />το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η [[ιδιομορφία]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐασμός Medium diacritics: ἰδιασμός Low diacritics: ιδιασμός Capitals: ΙΔΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: idiasmós Transliteration B: idiasmos Transliteration C: idiasmos Beta Code: i)diasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A peculiarity, Iamb.VP35.255.    2 particularity, ὁ τοῦ ἑνὸς ἀπεστενωμένος ἰ. Dam.Pr.28 bis.

German (Pape)

[Seite 1235] ὁ, Eigenthümlichkeit, Sonderbarkeit, Iambl.; auch ἰδίασις, ἡ, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιασμός: ὁ, (ἰδιάζω) ἴδιος τρόπος, ἰδιοτροπία, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθ. 255.

Greek Monolingual

ἰδιασμός, ὁ (ΑΜ) ιδιάζω
το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό, η ιδιομορφία.