θηρολέξης: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(CSV import)
 
(17)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=qhrole/chs
|Beta Code=qhrole/chs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">word-chaser</b>, Hsch.</span>
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">word-chaser</b>, Hsch.</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[θηρολέξης]] και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α)<br />αυτός που συλλέγει λέξεις, [[λεξιθήρας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θηρο]]- (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>λέξης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέξις]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] συνθ. όν.].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηρολέξης Medium diacritics: θηρολέξης Low diacritics: θηρολέξης Capitals: ΘΗΡΟΛΕΞΗΣ
Transliteration A: thēroléxēs Transliteration B: thērolexēs Transliteration C: thiroleksis Beta Code: qhrole/chs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A word-chaser, Hsch.

Greek Monolingual

θηρολέξης και διάφ. γρφ. θηρολέκτης, ὁ (Α)
αυτός που συλλέγει λέξεις, λεξιθήρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρο- (< θήρα) + -λέξης (< λέξις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. όν.].