ἰδιομήκης: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰδιομήκης''': -ες, ἐπὶ ἀριθμῶν διπλασιαζομένων, «οἱ τετράγωνοι ὡς γινόμενοι ὑπό τινων ἀριθμῶν μηκυνθέντων τῷ ἰδίῳ μήκει, ταὐτὸν ἔχοντες τὸ [[πλάτος]] τῷ μήκει, ἰδιομήκεις ἂν καὶ ταυτομήκεις λέγοιντο, ὡς δὶς δύο» Νικομ. Ἀριθμ. 2. 59.
|lstext='''ἰδιομήκης''': -ες, ἐπὶ ἀριθμῶν διπλασιαζομένων, «οἱ τετράγωνοι ὡς γινόμενοι ὑπό τινων ἀριθμῶν μηκυνθέντων τῷ ἰδίῳ μήκει, ταὐτὸν ἔχοντες τὸ [[πλάτος]] τῷ μήκει, ἰδιομήκεις ἂν καὶ ταυτομήκεις λέγοιντο, ὡς δὶς δύο» Νικομ. Ἀριθμ. 2. 59.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰδιομήκης]], -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («[[ιδιομήκης]] [[αριθμός]]» — ο [[αριθμός]] που [[είναι]] τέλειο [[τετράγωνο]] ενός ακέραιου αριθμού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ισο</i>-<i>μήκης</i>].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐομήκης Medium diacritics: ἰδιομήκης Low diacritics: ιδιομήκης Capitals: ΙΔΙΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: idiomḗkēs Transliteration B: idiomēkēs Transliteration C: idiomikis Beta Code: i)diomh/khs

English (LSJ)

ες,

   A of their own length, i.e. of the same length each way, of square numbers, Nicom.Ar.2.18.

German (Pape)

[Seite 1236] ες, von eigener Länge; von Zahlen, wie 4 = 2. 2, Nicom. arithm. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιομήκης: -ες, ἐπὶ ἀριθμῶν διπλασιαζομένων, «οἱ τετράγωνοι ὡς γινόμενοι ὑπό τινων ἀριθμῶν μηκυνθέντων τῷ ἰδίῳ μήκει, ταὐτὸν ἔχοντες τὸ πλάτος τῷ μήκει, ἰδιομήκεις ἂν καὶ ταυτομήκεις λέγοιντο, ὡς δὶς δύο» Νικομ. Ἀριθμ. 2. 59.

Greek Monolingual

ἰδιομήκης, -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» — ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επι-μήκης, ισο-μήκης].