ἰλλαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit

Menander, Monostichoi, 153
(6_1)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰλλαίνω''': [[βλέπω]] διαστρόφως, «ἀλλοιθωρίζω» Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1066· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[διάστροφος]], «ἀλλοιθωρίζω», ὁ αὐτ. 153C, 1122C· - οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., ἰλλαίνομαι, 491. 6.
|lstext='''ἰλλαίνω''': [[βλέπω]] διαστρόφως, «ἀλλοιθωρίζω» Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1066· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, εἶμαι ἢ [[γίνομαι]] [[διάστροφος]], «ἀλλοιθωρίζω», ὁ αὐτ. 153C, 1122C· - οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., ἰλλαίνομαι, 491. 6.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰλλαίνω]] (Α)<br />[[αλληθωρίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰλλός]] «[[αλλήθωρος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αίνω]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμ</i>-[[αίνω]], <i>λευκ</i>-[[αίνω]])].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰλλαίνω Medium diacritics: ἰλλαίνω Low diacritics: ιλλαίνω Capitals: ΙΛΛΑΙΝΩ
Transliteration A: illaínō Transliteration B: illainō Transliteration C: illaino Beta Code: i)llai/nw

English (LSJ)

   A look awry, squint, Hp.Epid.3.1.γ; of the eyes, to be distorted, Id.Coac.214, Epid.4.12:—so also in Pass., ἰλλαίνομαι, Id.Morb.3.12. ἴλλαος, v. ἵλαος.

German (Pape)

[Seite 1251] die Augen verdrehen, schielen, vom Auge, Hippocr.; auch pass., οἱ ὀφθαλμοὶ ἰλλαίνονται, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἰλλαίνω: βλέπω διαστρόφως, «ἀλλοιθωρίζω» Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1066· ἐπὶ ὀφθαλμῶν, εἶμαι ἢ γίνομαι διάστροφος, «ἀλλοιθωρίζω», ὁ αὐτ. 153C, 1122C· - οὕτω καὶ ὡς ἀποθ., ἰλλαίνομαι, 491. 6.

Greek Monolingual

ἰλλαίνω (Α)
αλληθωρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλλός «αλλήθωρος» + κατάλ. -αίνω (πρβλ. θερμ-αίνω, λευκ-αίνω)].