ἱπποκλείδης: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=(ὁ) :<br />τὸ τῆς γυναικὸς [[μόριον]] AR <i>selon Eust.</i><br />'''Étymologie:''' prob. d’un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l’abondance de poils. | |btext=(ὁ) :<br />τὸ τῆς γυναικὸς [[μόριον]] AR <i>selon Eust.</i><br />'''Étymologie:''' prob. d’un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l’abondance de poils. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱπποκλείδης]], ὁ (Α)<br />το γυναικείο [[μόριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κλείδης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κλειώ</i>). Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη για [[δημιουργία]] κωμικού αποτελέσματος]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, (κλείω)
A pudenda muliebria, Ar.Fr.703.
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκλείδης: ὁ «οὕτω κακοσχόλως τὸ τῆς γυναικὸς μόριον Ἀριστοφάνης (Ἀποσπ. 621) εἶπεν» Ἡσύχ., πρβλ. καὶ Φωτ. Λεξ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
τὸ τῆς γυναικὸς μόριον AR selon Eust.
Étymologie: prob. d’un certain Ἱπποκλείδης ; selon la scholie, à cause de l’abondance de poils.
Greek Monolingual
ἱπποκλείδης, ὁ (Α)
το γυναικείο μόριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κλείδης (< κλειώ). Η λ. πλάστηκε από τον Αριστοφάνη για δημιουργία κωμικού αποτελέσματος].