Ἰσιακός: Difference between revisions

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
(eksahir)
(18)
Line 18: Line 18:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[de Isis]]
|esgtx=[[de Isis]]
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α) ([[Ἰσιακός]], -ή, -όν) [[Ίσις]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[Ἰσιακός]]<br />[[ιερέας]] της Ίσιδος.
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰσῐᾰκός Medium diacritics: Ἰσιακός Low diacritics: Ισιακός Capitals: ΙΣΙΑΚΟΣ
Transliteration A: Isiakós Transliteration B: Isiakos Transliteration C: Isiakos Beta Code: *)isiako/s

English (LSJ)

[ῑ], ή, όν,

   A of or for Isis, σύνοδος IGRom.1.1303 (Philae, i B.C.): Subst. Ἰσιακός, ὁ, priest of Isis, Dsc.3.23, Plu.2.352b.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰσιᾰκός: ῑ, ή, όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὴν Ἶσιν, Διοσκ. 3. 27, Πλούτ. 2. 352Β: ― θηλ. Ἰσιάς, άδος, ἡ, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. σ. 96.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’Isis ; ὁ Ἰσιακός prêtre d’Isis.
Étymologie: Ἶσις.

Spanish

de Isis

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α) (Ἰσιακός, -ή, -όν) Ίσις
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά Ίσιδα («Ισιακά μυστήρια»«)
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. Ἰσιακός
ιερέας της Ίσιδος.