ἰσόχορδος: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰσόχορδος''': -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀντίχορδος]].
|lstext='''ἰσόχορδος''': -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει [[ἀντίχορδος]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἰσόχορδος]], -ον)<br />αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[βαρύ]]-<i>χορδος</i>, <i>ολιγό</i>-<i>χορδος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόχορδος Medium diacritics: ἰσόχορδος Low diacritics: ισόχορδος Capitals: ΙΣΟΧΟΡΔΟΣ
Transliteration A: isóchordos Transliteration B: isochordos Transliteration C: isochordos Beta Code: i)so/xordos

English (LSJ)

ον,

   A with like strings, Hsch. s.v. ἀντίχορδα.

German (Pape)

[Seite 1268] mit gleichen Saiten, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχορδος: -ον, ἔχων ὁμοίας χορδάς, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀντίχορδος.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰσόχορδος, -ον)
αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ-χορδος, ολιγό-χορδος].