ἰσχέγαον: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
(7)
 
(18)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i)sxe/gaon
|Beta Code=i)sxe/gaon
|Definition=τό, (ἴσχω, γῆ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">retaining wall</b>, <span class="title">SIG</span>241<span class="title">A</span>7, 247<span class="title">I</span>214 (Delph., iv B.C.).</span>
|Definition=τό, (ἴσχω, γῆ) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">retaining wall</b>, <span class="title">SIG</span>241<span class="title">A</span>7, 247<span class="title">I</span>214 (Delph., iv B.C.).</span>
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχέγαον]], τὸ (Α)<br />[[τοίχος]] που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσχε</i>- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. [[ἴσχω]] «[[συγκρατώ]], [[εμποδίζω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>έχε</i>-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. <i>ἔχω</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>γαον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαῖα]]), τ. που απαντά μόνο στο [[παρόν]] σύνθ. ουσ.].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσχέγᾱον Medium diacritics: ἰσχέγαον Low diacritics: ισχέγαον Capitals: ΙΣΧΕΓΑΟΝ
Transliteration A: ischégaon Transliteration B: ischegaon Transliteration C: ischegaon Beta Code: i)sxe/gaon

English (LSJ)

τό, (ἴσχω, γῆ)

   A retaining wall, SIG241A7, 247I214 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

ἰσχέγαον, τὸ (Α)
τοίχος που χρησιμοποιείται για να συγκρατεί τα χώματα υπερκείμενου επιπέδου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχε- τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικὸ το ρ. ἴσχω «συγκρατώ, εμποδίζω» (πρβλ. έχε-, τ. στον οποίο απαντά ως α' συνθετικό το ρ. ἔχω) + -γαον (< γαῖα), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ουσ.].