καινοτόμημα: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(6_21)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοτόμημα''': τό, [[νεωτερισμός]], Μεταγεν.
|lstext='''καινοτόμημα''': τό, [[νεωτερισμός]], Μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινοτόμημα]], τὸ (Α) [[καινοτομώ]]<br />[[νεωτερισμός]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοτόμημα Medium diacritics: καινοτόμημα Low diacritics: καινοτόμημα Capitals: ΚΑΙΝΟΤΟΜΗΜΑ
Transliteration A: kainotómēma Transliteration B: kainotomēma Transliteration C: kainotomima Beta Code: kainoto/mhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A innovation, new form, ἐγκλημάτων Procop.Arc.21 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1295] τό, Neuerung.

Greek (Liddell-Scott)

καινοτόμημα: τό, νεωτερισμός, Μεταγεν.

Greek Monolingual

καινοτόμημα, τὸ (Α) καινοτομώ
νεωτερισμός.