Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καινουργισμός: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(6_4)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινουργισμός''': «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ [[ἀρχαῖον]] [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]» Σουΐδ.
|lstext='''καινουργισμός''': «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ [[ἀρχαῖον]] [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]» Σουΐδ.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινουργισμός]], ὁ (Α) [[καινουργίζω]]<br /><b>1.</b> η [[καινουργία]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) «ἡ [[ἀνακαίνισις]] καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῑον [[κάλλος]] [[ἀναμόρφωσις]]».
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινουργισμός Medium diacritics: καινουργισμός Low diacritics: καινουργισμός Capitals: ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kainourgismós Transliteration B: kainourgismos Transliteration C: kainourgismos Beta Code: kainourgismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = καινουργία, Suid. (v.l. -ησμός).

German (Pape)

[Seite 1295] ὁ, = καινούργησις, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

καινουργισμός: «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῖον κάλλος ἀναμόρφωσις» Σουΐδ.

Greek Monolingual

καινουργισμός, ὁ (Α) καινουργίζω
1. η καινουργία
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «ἡ ἀνακαίνισις καὶ πρὸς τὸ ἀρχαῑον κάλλος ἀναμόρφωσις».