κακώδης: Difference between revisions
From LSJ
(6_7) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακώδης''': -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13. | |lstext='''κακώδης''': -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κακώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μυρίζει άσχημα, [[κάκοσμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κακός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώδης</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θερμ</i>-<i>ώδης</i>, <i>μελαν</i>-<i>ώδης</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ὄδωδα)
A ill-smelling, Hp.Mul.2.204, Arist.Pr.867b10 (Comp.), Thphr.Od.2.
German (Pape)
[Seite 1306] ες, übel riechend, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κακώδης: -ες, (ὄζω) κακῶς ὄζων, Ἱππ. 671. 52, Ἀριστ. Προβλ. 2. 13.
Greek Monolingual
κακώδης, -ες (Α)
αυτός που μυρίζει άσχημα, κάκοσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + -ώδης (πρβλ. θερμ-ώδης, μελαν-ώδης)].