καλαμητομία: Difference between revisions
From LSJ
οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness
(Bailly1_3) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />action de couper les tiges, moisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλαμητόμος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />action de couper les tiges, moisson.<br />'''Étymologie:''' [[καλαμητόμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλαμητομία]] και καλαμητομίη, ἡ (Α) [[καλαμητόμος]]<br />το [[κόψιμο]] τών [[καλαμιών]] του σταριού, [[θερισμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
Ep. κᾰλᾰμητομίη, ἡ,
A cutting of stalks, reaping, AP6.36 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, das Halmabschneiden, Mähen, Philp. 19 (VI, 36).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de couper les tiges, moisson.
Étymologie: καλαμητόμος.
Greek Monolingual
καλαμητομία και καλαμητομίη, ἡ (Α) καλαμητόμος
το κόψιμο τών καλαμιών του σταριού, θερισμός.