καλλιτέχνημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
(6_21) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλιτέχνημα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Εὐστ. 318, 66. | |lstext='''καλλιτέχνημα''': τό, [[ἔργον]] τέχνης, Εὐστ. 318, 66. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=το (Μ [[καλλιτέχνημα]]) [[καλλιτεχνώ]]<br />το καλλιτεχνικό [[δημιούργημα]], το [[έργο]] τέχνης<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καθετί]] που έχει δουλευτεί με [[καλαισθησία]], το [[κομψοτέχνημα]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1311] τό, schöne Kunstarbeit, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιτέχνημα: τό, ἔργον τέχνης, Εὐστ. 318, 66.
Greek Monolingual
το (Μ καλλιτέχνημα) καλλιτεχνώ
το καλλιτεχνικό δημιούργημα, το έργο τέχνης
νεοελλ.
καθετί που έχει δουλευτεί με καλαισθησία, το κομψοτέχνημα.