καλλιχέλωνος: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιχέλωνος''': -ον, «[[καλλιχέλωνος]]· ὁ [[ὀβολός]]. εἶχε γὰρ τὸ [[νόμισμα]] [[χελώνη]] ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) [[Πολυδ]]. Θ΄, 74, πρβλ. [[χελώνη]] VI, Müller Aegin. σ. 95.
|lstext='''καλλιχέλωνος''': -ον, «[[καλλιχέλωνος]]· ὁ [[ὀβολός]]. εἶχε γὰρ τὸ [[νόμισμα]] [[χελώνη]] ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) [[Πολυδ]]. Θ΄, 74, πρβλ. [[χελώνη]] VI, Müller Aegin. σ. 95.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλιχέλωνος]], -ον (Α)<br />(για οβολό) αυτός που έχει ωραία [[απεικόνιση]] χελώνας.
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιχέλωνος Medium diacritics: καλλιχέλωνος Low diacritics: καλλιχέλωνος Capitals: ΚΑΛΛΙΧΕΛΩΝΟΣ
Transliteration A: kallichélōnos Transliteration B: kallichelōnos Transliteration C: kallichelonos Beta Code: kallixe/lwnos

English (LSJ)

ον,

   A with a beautiful tortoise on it, ὀβολός Eup.141.

German (Pape)

[Seite 1311] mit einer schönen Schildkröte, ὀβολός, vom Gepräge, Eupol. bei Poll. 9, 74.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιχέλωνος: -ον, «καλλιχέλωνος· ὁ ὀβολός. εἶχε γὰρ τὸ νόμισμα χελώνη ἐπικεχαραγμένην» Ἡσύχ. - «ἐν τοῖς Εὐπόλιδος Εἵλωσιν εἴρηται ‘ὀβολὸν τὸν καλλιχέλωνον’» (Εὔπολις ἐν «Εἵλωσιν» 4) Πολυδ. Θ΄, 74, πρβλ. χελώνη VI, Müller Aegin. σ. 95.

Greek Monolingual

καλλιχέλωνος, -ον (Α)
(για οβολό) αυτός που έχει ωραία απεικόνιση χελώνας.