καματηδόν: Difference between revisions

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462
(6_6)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καματηδόν''': Ἐπίρρ. ([[κάματος]]) [[μετὰ]] καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.
|lstext='''καματηδόν''': Ἐπίρρ. ([[κάματος]]) [[μετὰ]] καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.
}}
{{grml
|mltxt=καματηδὸν (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική κατάλ. -<i>ηδόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>στιχ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰτηδόν Medium diacritics: καματηδόν Low diacritics: καματηδόν Capitals: ΚΑΜΑΤΗΔΟΝ
Transliteration A: kamatēdón Transliteration B: kamatēdon Transliteration C: kamatidon Beta Code: kamathdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A laboriously, Man.4.622.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, Man. 4, 622.

Greek (Liddell-Scott)

καματηδόν: Ἐπίρρ. (κάματος) μετὰ καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.

Greek Monolingual

καματηδὸν (Μ)
επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, στιχ-ηδόν)].