καμήλειος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.

Source
(6_4)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰμήλειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..
|lstext='''κᾰμήλειος''': -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..
}}
{{grml
|mltxt=[[καμήλειος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[καμήλα]] ή προέρχεται από αυτήν, [[καμηλήσιος]] («καμήλεια [ενν. <i>κρέατα</i>] ἐσθίειν», Πορφ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάμηλος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βουβάλ</i>-<i>ειος</i>, [[δελφίν]]-<i>ειος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμήλειος Medium diacritics: καμήλειος Low diacritics: καμήλειος Capitals: ΚΑΜΗΛΕΙΟΣ
Transliteration A: kamḗleios Transliteration B: kamēleios Transliteration C: kamileios Beta Code: kamh/leios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a camel: καμήλεια (sc. κρέα) camel's flesh, Porph.Abst.1.14 fin., cf. Gal.8.183; κ. οὖρον PHolm. 15.18.

German (Pape)

[Seite 1316] vom Kameel, z. B. καμήλεια ἐσθίειν Porphyr.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμήλειος: -α, -ον, ἀνήκων εἰς κάμηλον, «καμηλήσιος»· καμήλεια (δηλ. κρέα) ἐσθίειν Πορφύρ. περὶ Ἀποχ. Ἐμψύχ· 1. 14 ἐν τέλ..

Greek Monolingual

καμήλειος, -α, -ον (Α)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην καμήλα ή προέρχεται από αυτήν, καμηλήσιος («καμήλεια [ενν. κρέατα] ἐσθίειν», Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + κατάλ. -ειος (πρβλ. βουβάλ-ειος, δελφίν-ειος)].