καμηλέμπορος: Difference between revisions
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
(6_15) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰμηλέμπορος''': ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα [[αὐτοῦ]] [[ἔμπορος]], Στράβ. 815. | |lstext='''κᾰμηλέμπορος''': ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα [[αὐτοῦ]] [[ἔμπορος]], Στράβ. 815. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (Α [[καμηλέμπορος]])<br />[[έμπορος]] που μεταφέρει τα εμπορεύματά του με καμήλες («ἐνυκτοπόρουν πρὸς τὰ ἄστρα βλέποντες οἱ καμηλέμποροι», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[έμπορος]] που ασχολείται με το [[εμπόριο]] καμήλας. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A one who carries his wares on a camel, of merchants travelling in caravans, Str.17.1.45.
German (Pape)
[Seite 1316] ὁ, der Kaufmann, der seine Waaren in Karavanen auf Kameelen fortführt, Strab. XVII, 815.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμηλέμπορος: ὁ, ὁ ἐπὶ καμήλων μεταφέρων τὰ ἐμπορεύματα αὐτοῦ ἔμπορος, Στράβ. 815.
Greek Monolingual
ο (Α καμηλέμπορος)
έμπορος που μεταφέρει τα εμπορεύματά του με καμήλες («ἐνυκτοπόρουν πρὸς τὰ ἄστρα βλέποντες οἱ καμηλέμποροι», Στράβ.)
νεοελλ.
έμπορος που ασχολείται με το εμπόριο καμήλας.