καμψίουρος: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
(6_18)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καμψίουρος''': -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε [[σκίουρος]].
|lstext='''καμψίουρος''': -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε [[σκίουρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καμψίουρος]], -ον (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> αυτός που κάμπτει την [[ουρά]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[καμψίουρος]]<br />ο [[σκίουρος]], η [[βερβερίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καμψι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[κάμπτω]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>ουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[οὐρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θυσάν</i>-<i>ουρος</i>, [[μακρόουρος]]. Σύνθ. του τ. <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καμψίουρος Medium diacritics: καμψίουρος Low diacritics: καμψίουρος Capitals: ΚΑΜΨΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kampsíouros Transliteration B: kampsiouros Transliteration C: kampsiouros Beta Code: kamyi/ouros

English (LSJ)

[ῐ], ον,

   A bending the tail, v. σκίουρος.

German (Pape)

[Seite 1319] den Schwanz biegend, das Eichhörnchen, σκίουρος, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

καμψίουρος: -ον, ὁ κάμπτων τὴν οὐράν, ἴδε σκίουρος.

Greek Monolingual

καμψίουρος, -ον (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. αυτός που κάμπτει την ουρά
2. το αρσ. ως ουσ. καμψίουρος
ο σκίουρος, η βερβερίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμψι- (< κάμπτω) + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. θυσάν-ουρος, μακρόουρος. Σύνθ. του τ. τερψί-μβροτος].