καρπάσινος: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(eksahir) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[de lino]] | |esgtx=[[de lino]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καρπάσινος]], -ίνη -ον (Α) [[κάρπασος]]<br />ο κατασκευασμένος από κάρπασο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
[πᾰ], η, ον,
A made of κάρπασος, LXXEs.1.6, Str.7.2.3, D.H.2.68.
German (Pape)
[Seite 1328] von seinem spanischem Flachs, ἐφαπτίδες Strab. VII, 294, ἐσθής D. Hal. 2, 68.
Greek (Liddell-Scott)
καρπάσινος: -η, -ον, πεποιημένος ἐκ καρπάσου, δηλ. ἐκ λεπτοῦ λίνου, Στράβ. 294, Διον. Ἁλ. 2. 68:- ὡσαύτως καρπάσιος, α, ον, Παυσαν. 1. 26, 7. - Κατὰ Φώτ. «καρπάσινοι, κορτῖναι», παραπετάσματα.
Spanish
Greek Monolingual
καρπάσινος, -ίνη -ον (Α) κάρπασος
ο κατασκευασμένος από κάρπασο.