καταδακτυλίζω: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(Bailly1_3) |
(19) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς [[τοῦ]] [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]]. | |btext=τὸ [[ἀσελγῶς]] [[τῷ]] δακτύλῳ τῆς [[τοῦ]] [[πέλας]] ἕδρας ἅπτεσθαι.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δάκτυλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καταδακτυλίζω]] (Α)<br />(για παιδεραστές) [[βάζω]] το μεσαίο [[δάχτυλο]] στον πρωκτό κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δακτυλίζω]] «[[δακτυλοδεικτώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δάκτυλος]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
A feel with the finger, sens. obsc., Phryn.PSp.83 B., Sch.Ar.Pax548.
German (Pape)
[Seite 1344] mit dem Finger berühren, in obscönem Sinne, von Knabenschändern, nach Phryn. in B. A. 48, 23 u. Moeris hellenistisch für das attische σκιμαλίζω; vgl. Hesych. σιφνιάζειν.
Greek (Liddell-Scott)
καταδακτῠλίζω: «καταδακτυλίζειν: τῷ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι. τοῦτο καὶ σκιμαλίζειν οἱ Ἀττικοὶ λέγουσιν» Α. Β. 48. 23· καταδακτῠλικός, ή, όν,, ἔχων κλίσιν πρὸς τὸ καταδακτυλίζειν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1381: πρβλ. σκιμαλίζω.
French (Bailly abrégé)
τὸ ἀσελγῶς τῷ δακτύλῳ τῆς τοῦ πέλας ἕδρας ἅπτεσθαι.
Étymologie: κατά, δάκτυλος.
Greek Monolingual
καταδακτυλίζω (Α)
(για παιδεραστές) βάζω το μεσαίο δάχτυλο στον πρωκτό κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δακτυλίζω «δακτυλοδεικτώ» (< δάκτυλος)].